τραπεζεύς

τραπεζεύς
-έως, ὁ, Α
1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.)
2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος
3. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τραπεζεύς — at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζεύς — at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζεῖς — Τραπεζεύς at masc acc pl Τραπεζεύς at masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζεῖς — τραπεζεύς at masc acc pl τραπεζεύς at masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζέων — Τραπεζεύς at masc gen pl Τραπεζέω̆ν , Τραπεζεύς at masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζῆας — Τραπεζεύς at masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζῆας — τραπεζεύς at masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζῆες — Τραπεζεύς at masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζῆες — τραπεζεύς at masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζήεσσι — Τραπεζεύς at masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”